Ἐρέτρια

Ἐρέτρια
Ἐρέτρια, [dialect] Ep. (metri gr.) [full] Εἰρέτρια, , Il.2.537:—
A Eretria, IG12.304.17, Th.8.60, Hdt.6.43, etc.:—hence [full] Ἐρετριεύς, έως, , an Eretrian, Hdt.5.99, al., etc. : pl.

Ἐρετριῆς IG22.43.85

(iv B. C.); Ἐρετριεῖς ib.12(9).207.5 (iii B. C.), etc. ; acc. Ἐρετριᾶς ib.188 ; gen. Ἐρετριῶν ib.12.49.12, al., Ἐρετριέων ib.12(9).187.13, etc. ; written Ἐρετριείων ib.201.7 (acc. sg. [var] contr. Ἐρετρῆ prob. in Crates Theb.2) : —Adj. [full] Ἐρετρικός, ή, όν, Eretrian, Hdt.6.101, etc. ; οἱ Ἐ. the disciples of the Eretrian Menedemus, Str.9.1.8 (v.l. [full] Ἐρετριακοί, as in D.L.1.18, etc.) : [full] Ἐρετριάς (sc. γῆ), άδος, , a kind of clay, Hp.Morb. 3.16, Dsc.5.152.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἐρετρία — Ἐρετρίᾱ , Ἐρέτρια Eretria fem nom/voc/acc dual Ἐρετρίᾱ , Ἐρετριεύς Eretria masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετρίᾳ — Ἐρετρίᾱͅ , Ἐρέτρια Eretria fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρετρία — ἐρετρίᾱ , Ἐρετριεύς Eretria masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρέτρια — Eretria fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερέτρια — Παραλιακή κωμόπολη (υψόμ. 5 μ., 3.156 κάτ.) της κεντρικής Εύβοιας. Βρίσκεται στον νότιο Ευβοϊκό κόλπο, ΝΑ της Χαλκίδας. Ιστορία. Η Ε. μαζί με τη Χαλκίδα υπήρξαν οι σπουδαιότερες πόλεις της Εύβοιας στην αρχαιότητα. Η ιστορία της Ε. χάνεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Ερέτρια — Sp Erètrija Ap Ερέτρια/Eretria L C Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Ερέτρια — η 1. αρχαία πόλη της Εύβοιας. 2. κωμόπολη της Εύβοιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐρετριᾶ — Ἐρετριεύς Eretria masc acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ερέτρια (Θεσσαλίας) — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 232 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυδάμαντα …   Dictionary of Greek

  • Ἐρετρίας — Ἐρετρίᾱς , Ἐρέτρια Eretria fem acc pl Ἐρετρίᾱς , Ἐρέτρια Eretria fem gen sg (attic doric aeolic) Ἐρετρίᾱς , Ἐρετριεύς Eretria masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐρετριέων — Ἐρέτρια Eretria fem gen pl (epic ionic) Ἐρετριεύς Eretria masc gen pl Ἐρετριέω̆ν , Ἐρετριεύς Eretria masc gen pl Ἐρετριός masc/fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”